@simoto @Feleki Ο ποιητής το εχει πει ξεκάθαρα αλλα ο κοσμος θεωρεί τους ποιητές χαζούς.
—Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! —Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου! —Αντραλίζομαι!… Πεινώ!… —Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κι εγώ, του θεού τ’ αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ!
Κι όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θε να δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του! …
Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο: —«Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί!
Το σκληρόν αφέντη κἄνε από λύκο άνθρωπε κάνε!…» Μα με την κουβέντ’ αυτή πόρτα μού ’κλεισε κι αφτί.
Τότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:
—«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παραδώ.
Αν το δίκιο θες, καλέ μου με το δίκιο του πολέμου θα το βρεις. Οπού ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί.