Θά μεταλάβω μέ νερό θαλασσινό
στάλα τή στάλα συναγμένο ἀπ' τό κορμί σου
σέ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποῦ κοινωνοῦσαν πειρατές πρίν πολεμήσουν.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, ἀλειμμένο μέ κερί,
ὀσμή ἀπό κέδρο, ἀπό λιβάνι, ἀπό βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σέ παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στόν Εὐφράτη στή Φοινίκη.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Σκουριά πυροχρωμη στίς μίνες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καί τό Στρατόνι.
Τό ἐπίχρισμα. Ἡ ἅγια σκουριά πού μᾶς γεννᾶ,
Μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπό μας, καί μᾶς σκοτώνει.
Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
https://www.youtube.com/watch?v=g9iiK7q2RC4&list=PLMAhkUYHgiHpjei6iZmqtQBzWlXsI7ncQ&index=6